- Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός
- ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των πόλεων. Tο λαογραφικό τοπίο το συνθέτουν οι χαρακτηριστικές μορφές και τα στοιχεία πολιτισμού των διαφόρων περιοχών του ελληνισμού, ενώ αντικειμενική έκφραση του καλλιτεχνικού συναισθήματος του λαού μας είναι η ελληνική λαϊκή τέχνη, που άνθησε από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι το 19ο αιώνα.
Λαογραφία-έθιμα στον κύκλο του χρόνου και της ζωής
Ένα θαυμαστό πολιτισμικό ψηφιδωτό, σμιλεμένο από πλήθος παραδόσεων, εορτών και εθίμων, που συνδυάζουν την εργασία με χριστιανικές δοξασίες και ειδωλολατρικές επιβιώσεις, αποτελεί το λαογραφικό «πρόσωπο» της Ελλάδας. Χώρα θαλασσινή και ταυτόχρονα ηπειρωτική, η Ελλάδα, παρά τη μικρή της έκταση, χαρακτηρίζεται από μεγάλη πολιτισμική πολυμορφία. Με ιστορία μακραίωνη, ανέπτυξε έναν πολιτισμό που, γερά αγκιστρωμένος στο γεωγραφικό χώρο και στην κοινή γλώσσα, διασχίζει το χρόνο ξεδιπλώνοντας τις ποικίλες μορφές και εκφράσεις του. Σταυροδρόμι της Μεσογείου, όπου διάφοροι λαοί άφησαν τα ίχνη τους, η Ελλάδα έγινε τόπος συνάντησης και διασταυρώσεων που επηρέασαν τον πολιτισμό της. Αυτή η ιστορική κληρονομιά μαζί με το είδος της παραγωγικής ενασχόλησης των ανθρώπων (κυρίως γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ναυτικοί) και τη ζωή τους στον κύκλο του χρόνου είναι στοιχεία που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την πολιτισμική φυσιογνωμία της Ελλάδας, μιας χώρας που στο πέρασμα των αιώνων δεν έπαψε ποτέ να ανταποκρίνεται στα προκλητικά κελεύσματα των γαλάζιων πόντων, της θάλασσας – που ήταν δεξαμενή τροφίμων και δίαυλος διαρκούς κίνησης και επικοινωνίας• και επίσης μιας χώρας που, παράλληλα, ένα μεγάλο κομμάτι της παρέμενε κλεισμένο ανάμεσα στους ορεινούς όγκους, με τους κτηνοτρόφους και τους αγρότες να χρησιμοποιούν για εκατοντάδες χρόνια τις ίδιες, ουσιαστικά, παλιές μεθόδους παραγωγής.
Στα βάθη των αιώνων χάνονται οι ρίζες των περισσότερων εθίμων που συναντάμε σε διάφορες περιοχές της χώρας. Τα έθιμα αυτά χαρακτηρίζονται από πολυμορφία, μακροβιότητα και προσαρμοστικότητα. Από τις λατρευτικές εθιμικές τελετουργίες, πιο ανθεκτικές αποδείχτηκαν εκείνες των αγροτικών κοινωνιών, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο το μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα. Πρόκειται για έθιμα πίσω από τα οποία κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και στη συνήθειά του. Τελούνται (ή τελούνταν, καθώς με το πέρασμα του χρόνου πολλά έχουν εκλείψει) από μήνα σε μήνα και από γιορτή σε γιορτή, θέτοντας σε δράση τις τοπικές κοινωνίες.
Το Δωδεκαήμερο (την περίοδο από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα) συναντάμε έθιμα που χαρακτηρίζονται από παραδοσιακή ένταση, στα οποία συνυπάρχουν στοιχεία ειδωλολατρικά και χριστιανικά. Σύμφωνα με τις δοξασίες που έρχονται από τα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια, αυτή τη χρονική περίοδο, όπου οι δυνάμεις του σκοταδιού και του χειμώνα παλεύουν με πείσμα για να μην υποταχτούν στον «αήττητο Ήλιο», στη Γη υπάρχει κυριαρχία των κακών πνευμάτων. Μια από αυτές τις δοξασίες αφορά στους καλικαντζάρους, τα μαυριδερά δαιμονικά, που έρχονται στον πάνω κόσμο τα Χριστούγεννα και ξαναγυρίζουν στα σπλάχνα της Γης τα Φώτα. Τραβολογούν και καβαλικεύουν όποιον βρεθεί στο διάβα τους, και στα σπίτια όπου μπαίνουν από την καπνοδόχο ανακατεύουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους και μαγαρίζουν τα φαγητά. Εκείνο που φοβούνται περισσότερο απ’ όλα είναι η φωτιά. Γι’ αυτό όλο το Δωδεκαήμερο η φωτιά στο σπίτι πρέπει να μένει αναμμένη. Νύχτα μέρα καίγεται ένα χοντρό ξύλο (χριστόξυλο, δωδεκαμερίτης, σκαρκάντζαλο). Σε κάποιες περιοχές ρίχνουν στη φωτιά δύο ή τρία ξύλα, αλλού ξηρούς καρπούς και αλλού λάδι και κρασί (Επτάνησα). Για να διώξουν τα δαιμόνια του Δωδεκαημέρου, στη Βόρεια Ελλάδα και παλιά στον Πόντο άναβαν μεγάλες φωτιές στην πλατεία του χωριού, γύρω από τις οποίες τραγουδούσαν και χτυπούσαν κουδούνια.
Η κοπή του χριστόψωμου (σε πολλές περιοχές την παραμονή των Χριστουγέννων) και της βασιλόπιτας με το τυχερό φλουρί (σε όλη την επικράτεια) είναι δύο έθιμα που τελούνται μέχρι τις μέρες μας. Απομεινάρι παγανισμού μπορεί να θεωρηθεί το στόλισμα της βασιλόπιτας με υλικά που συμβόλιζαν το κοπάδι, τις κότες, τα αγροτικά εργαλεία, τα αμπέλια (για να ξορκιστεί το κακό από τα μέσα επιβίωσης), όπως και δαχτυλίδια ή σταυρούς, για καλή παντρειά, ή άλλα υλικά για καλή τύχη.
Η ανάγκη να γίνουν γνωστά τα μελλούμενα, να επιστρέψει ο ξενιτεμένος, να παντρευτεί ο νέος και η νέα, καλυπτόταν με τα μαντέματα το βράδυ πριν από την αλλαγή του χρόνου, όταν όλη η οικογένεια μαζευόταν γύρω από τη φωτιά, την εστία, το άλλο αρχέγονο σύμβολο. Στη Μακεδονία, ένα αγόρι μάζευε σπυριά στάρι από το παχνί των ζώων και οι γονείς «βάφτιζαν» κάθε σπυρί με το όνομα κάθε μέλους της οικογένειας. Ύστερα τα τοποθετούσαν στη ζεστή πλάκα του τζακιού και περίμεναν να σκάσει από τη ζέστη για να δουν προς τα πού θα πάει. Αν πεταγόταν ψηλά, τότε αυτός που είχε δώσει το όνομά του στο σπυρί θα είχε υγεία όλο το χρόνο. Αν καιγόταν μόνο χωρίς να τιναχτεί, τότε αυτό σήμαινε αρρώστια και δυστυχία. Οι ερμηνείες άλλαζαν ανάλογα με την κατεύθυνση του σπυριού και την περιοχή.
Το ποδαρικό ήταν επίσης σημαντικό έθιμο, αφού ο πρώτος που θα περνούσε το κατώφλι του σπιτιού με το νέο χρόνο θα έπρεπε να φέρει και καλή τύχη. Σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας, το ποδαρικό αποτελεί ολόκληρη τελετουργία. Μια παραλλαγή αυτής της τελετουργίας θέλει τις γυναίκες να χύνουν το «παλιό» νερό και να παίρνουν νέο, αμίλητο, από τη βρύση του χωριού. Ευρέως γνωστό είναι και το σπάσιμο του ροδιού στην είσοδο του σπιτιού.
Ακόμη ένα πρωτοχρονιάτικο έθιμο που κρατάει από την αρχαιότητα είναι οι μεταμφιέσεις του Δωδεκαήμερου, γνωστό ως Ρογκάτσια ή Ρουγκατσάρια στη Μακεδονία και Θεσσαλία, κάτι σαν τα αποκριάτικα καρναβάλια, που παλιά γίνονταν την Πρωτοχρονιά και όχι τις Απόκριες όπως μετέπειτα. Χρονικά συνέπιπταν με τα αρχαία Μικρά Διονύσια, τα Διονύσια των αγρών, και πρέπει να θεωρούνται μετεξέλιξή τους. Νέοι μεταμφιεσμένοι σε λύκους, τράγους, αρκούδες γυρνούσαν στα σπίτια του χωριού τραγουδώντας και κάνοντας πειράγματα για να πάρουν φιλοδωρήματα από τους νοικοκύρηδες. Οι μασκαρεμένοι, εκτός από τις προσωπίδες, φορούσαν και κέρατα ζώων, και ιδιαίτερα κριαριών. Στα χωριά της Μακεδονίας το κεντρικό πρόσωπο της τελετής ήταν ο ρουγκατσιάρης, που έπρεπε να είναι κατάμαυρος στα χέρια και στο πρόσωπο και να φοράει κουρέλια, μια τεχνητή καμπούρα και μεγάλα κουδούνια. Στα πισινά του κρεμούσαν ένα σκόρδο και μπροστά ένα φαλλικό σύμβολο. Μπροστά του είχε επίσης κρεμασμένη μια σακούλα γεμάτη στάχτη που τη σκορπούσε για να ανοίγει δρόμο. Άλλα συμβολικά πρόσωπα ήταν η «νύφη» (συνήθως ένα αγόρι που το έντυναν με γυναικεία ρούχα), τρεις «καπεταναραίοι» με φουστανέλες, ο «γιατρός» κ.ά. Ανάλογα είναι τα έθιμα με τις παραλλαγές του Καλόγερου στη Θράκη και τη Μακεδονία και των Μωμόγερων στον Πόντο. Το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου ή αλλού του καραβιού και, βεβαίως, τα κάλαντα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων είναι από τα πλέον διαδεδομένα έθιμα. Οι παραλλαγές στα κάλαντα είναι πάρα πολλές, καθώς ο λαός μας προσάρμοζε τα κάλαντα ανάλογα με τις ανάγκες του, τις επιθυμίες του και τις ευχές του, και όλα αυτά δοσμένα με πολύ χιούμορ.
Ξεχωριστό λαογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο εορτασμός των Θεοφανίων με πληθώρα εκδηλώσεων και δρωμένων, που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της καλοχρονίας (καλή υγεία, πλούσια γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή). Πέρα από τον αγιασμό, με τον οποίο ραντίζονται άνθρωποι, σπίτια, στάνες και χωράφια, συναντάμε έθιμα με ρίζες στην αρχαία ελληνική θρησκεία και πιο συγκεκριμένα στις διονυσιακές τελετές, όπως είναι το έθιμο των Αράπηδων στη Δράμα, ένα έθιμο που αναβιώνει την ημέρα των Θεοφανίων με τη συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής και στο οποίο κυριαρχεί η υπερβολή, το μαγικό και το λατρευτικό στοιχείο. Μαύρες κάπες, δέρματα ζώων, μάσκες, κουδούνια και θόρυβοι, στάχτη και σταχτώματα, χοροί και αγερμοί, αναπαράσταση οργώματος και σποράς, πλούσιο φαγοπότι και ευχές επιδιώκουν να επενεργήσουν στην καρποφορία της φύσης.
Βγαίνοντας από το Δωδεκαήμερο, ένα από τα πιο γνωστά έθιμα με πανάρχαιες ρίζες είναι η γιορτή της μαμής ή της μπάμπως, που γιορτάζεται κυρίως στη Μακεδονία, στις 8 Ιανουαρίου, με τιμώμενο πρόσωπο τη μαμή του χωριού και επίκεντρο λατρείας τη μητρότητα. Στην τέλεσή του παίρνουν μέρος αποκλειστικά γυναίκες που είναι σε ηλικία αναπαραγωγής, ενώ κυρίαρχη θέση έχουν τα γονιμικά σύμβολα. Οι γυναίκες, ντυμένες με τα καλά τους, επισκέπτονται τη μαμή, της προσφέρουν δώρα και φαγητά και, αφού τη στολίσουν και της πλύνουν συμβολικά τα χέρια, συνεχίζουν την ιεροτελεστία με τρικούβερτο γλέντι στους κεντρικούς δρόμους του χωριού. Κατά την τέλεση του εθίμου της γυναικοκρατίας κανένας άντρας δεν επιτρέπεται να εμφανιστεί στους δρόμους ή στην αγορά.
Στις γιορτές και στις ιεροτελεστίες με φανερή παγανιστική αγροτική προέλευση ανήκει και η νεοελληνική αγροτική Αποκριά. Σε μια κρίσιμη καμπή του χρόνου, στο πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, οι άνθρωποι πανηγύριζαν την ετήσια αναγέννηση του κόσμου με αυτές τις προεαρινές τελετουργίες και το ξέφρενο ξέσπασμα χαράς. Η Αποκριά, όπως περίπου διαμορφώθηκε στους βυζαντινούς χρόνους, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παμπάλαιων εθίμων, η φιλοσοφία των οποίων εστιάζεται στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση αξιών και ιεραρχίας, στην κατάργηση ορίων και καθιερωμένων νόμων. Από την πληθώρα των εθίμων της Αποκριάς σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Στην Κεφαλονιά το γαϊτανάκι του Μάσκαρα, με προβάτινες προσωπίδες, κουδούνια και άλλες μασκαρίες, συνοδευόταν με σκορτσάμπουνο κι άλλα όργανα, με λόντρες κι άλλους χορούς, πειρακτικές παρλάτες και παράσταση (λ.χ., με σκηνές από τον Ερωτόκριτο και «υποκριτές» τους κατοίκους των χωριών). Ανάλογη ήταν η Αποκριά σε όλα τα Επτάνησα, οργανωμένη από επιτροπή κατοίκων, με συμποσιαστές όλους τους χωριανούς και κορυφαίο το ραβδούχο (όπως οι ακόλουθοι του Διονύσου) ματζαδόρο ή μπουλούμπαση, τον αγγελιοφόρο της πομπής των μασκαρεμένων. Η Ζάκυνθος πλούτισε τις Αποκριές με τη μεγάλη αυτοσχέδια προφορική παράδοση των τοπικών θεατρικών δρωμένων, των λεγόμενων ζακυνθινών ομιλιών. Η Μυτιλήνη είχε τη δική της μεγάλη παράδοση με τις μουτσούνες, τους κουδουνάτους θιάσους που ελευθεροστομούσαν, αλλά έπαιζαν και σκηνές του Ερωτόκριτου, της Θυσίας του Αβραάμ και άλλων δραμάτων.
Τρανή παράδοση ήταν και ο βλάχικος γάμος στη Θήβα, στην Κορινθία και στο Μαραθώνα Αττικής, έθιμο με πανάρχαιες ρίζες και στα θρακικά αποκριάτικα έθιμα-σύμβολα της γονιμότητας (ο ραβδούχος Καλόγερος, απόγονος «ιερέα» του Διονύσου κι αυτός), το οποίο εμπλουτιζόταν και με πρόσωπα των νεότερων χρόνων (Κούκεροι, Μπέης, Αράπηδες κ.ά). Ακολουθώντας τη διονυσιακή παράδοση στη Σκύρο, οι Νυφάδες, ο Γέρος και η Κορέλα έσουρναν «τα εξ αμάξης». Παρόμοια στην Αργολίδα και σε άλλες περιοχές.
Ο χορός και το τραγούδι της Κοκάλας είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Αττική, στη Θεσσαλία και αλλού. Στη Σίφνο, μεταξύ άλλων πειραγμάτων, λέγανε και τα Ξίκολα τραγούδια. Στη Χίο οι άντρες χορεύανε την αστεία κινησιολογικά Μόστρα και οι γυναίκες περίμεναν τις Καρκαλούες, τους μεταμφιεσμένους σε γυναίκες άντρες. Στη Μύκονο γυρολόγοι γύφτοι, και όχι μόνο, χόρευαν το γαϊτανάκι, ενώ άλλοι, μεταμφιεσμένοι, την Καμήλα. Στη Νάουσα οργίαζαν οι Μπούλες κι οι Γενίτσαροι και στο Σοχό Θεσσαλονίκης οι Τράγοι (μεταμφιεσμένοι άντρες). Στη Σύρο, οι άντρες ντυμένοι ζεϊμπέκ τραγουδούσαν και έπαιζαν λατέρνα στις γειτονιές.
Στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας έφεραν το έθιμο του Κωστιανού Καλόγερου (του «δαίμονα» της βλάστησης). Οι χωριανοί συναγωνίζονταν ποιος θα τον παραστήσει καλύτερα, όπως και τα άλλα πρόσωπα: Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Δαμαλάκια (παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης). Κι όλα αυτά συνοδευόμενα με νταούλια, λύρες κι άλλα όργανα, με νεροκολοκύθες-μάσκες, σατιρικά στιχάκια, χορό, και φαγοπότι. Στην Κοζάνη έχουμε παραλλαγή του δωδεκαημερίτικου εθίμου της Ρουγκατσάριας. Στη Θράκη είχαν θεατρικά δρώμενα με τον Καλόγερο, τον Κούκερο (ή Χούχουτο), τον Σταχτά, τον Κιοκμπέη και τους Πιτεράδες. Στις Μυκήνες παρασταίναν τον Πεθαμένο, τη νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή του, μια οργιαστική παρωδία της αέναης νεκρανάστασης της ζωής, ενώ στην Αθήνα βάζαν τα σκυλιά να σέρνουν τα λουκάνικα. Ένα πανελλαδικό έθιμο είναι τα Κούλουμα της Καθαρής Δευτέρας και το πέταγμα του χαρταετού.
Τον πρώτο μήνα της άνοιξης τον υποδεχόμαστε με το έθιμο του μάρτη, την κόκκινη και άσπρη στριμμένη κλωστή, που συνήθως δένεται στον καρπό των παιδιών, για να μην τα κάψει ο ήλιος, ένα έθιμο που φαίνεται πως υπήρχε στην ελληνική αρχαιότητα και στους βυζαντινούς χρόνους, όπως και τα χελιδονίσματα, έθιμο με το οποίο τα παιδιά γιόρταζαν τον ερχομό της άνοιξης και των χελιδονιών. Την 1η Μαρτίου ξεχύνονταν στους δρόμους κρατώντας ένα καλάθι με φύλλα κισσού, στο οποίο περνούσαν μέσα ένα ραβδί, με στερεωμένο ένα ξύλινο χελιδόνι και κουδουνάκια στο λαιμό του. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και, κουνώντας το ραβδί, τραγουδούσαν τα χελιδονίσματα.
Το πρωταπριλιάτικο ψέμα είναι επίσης ένα διαδεδομένο έθιμο, καθώς θεωρείται γούρι το να ξεγελάσεις κάποιον αυτή τη μέρα. Τον Απρίλη πάντως υπάρχει πληθώρα εθίμων που τα περισσότερα συνδέονται με το Πάσχα, το οποίο συνήθως πέφτει Απρίλη. Αν και το Πάσχα είναι ταυτισμένο με τη χριστιανική παράδοση, οι ρίζες των εθίμων που τελούνται αυτή την περίοδο έχουν μακρινή προέλευση: τις αρχέγονες τελετουργίες που αποτυπώθηκαν στις μυθολογίες όλων των λαών και οι οποίες βασίζονται στην έννοια της «Ανάστασης», ως απόπειρας ερμηνείας των επαναλαμβανόμενων κύκλων της φύσης και της ζωής. Με τις σχετικές τελετουργίες ο άνθρωπος γιόρταζε την «αναγέννηση» της γης την άνοιξη και υμνούσε το φως του ήλιου, ενώ εκφραζόταν η ανάγκη για καλυτέρευση της ζωής του. Σαφής αναφορά στην αρχέγονη αυτή λειτουργία αποτελεί η ελληνική λέξη Λαμπρή (με αρχαιοελληνικές ρίζες), η οποία εκφράζει πολύ περισσότερα από τη λέξη Πάσχα, η οποία προέρχεται από το εβραϊκό Πεσάχ (διάβαση). Το πανδαιμόνιο με τους κρότους που επικρατεί μόλις ο παπάς εκφωνεί το «Χριστός Ανέστη» εξηγείται από την επιθυμία να εκδιωχθούν τα δαιμονικά, στοιχείο ειδωλολατρικό και χριστιανικό. Αντίστοιχα, οι αρχαίοι Έλληνες χτυπούσαν χάλκινα σκεύη, ενώ σε όλους τους λαούς συναντάται ανάλογη τελετουργία. Πρόκειται για ξόρκι στα δαιμόνια που ξέμειναν από το χειμώνα, αλλά και σε αυτά της άνοιξης που επιβουλεύονται τη σοδειά και την υγεία των ανθρώπων.
Το δεύτερο στοιχείο της Ανάστασης είναι το φως, που μοιράζεται από τον παπά και από τον έναν στον άλλον. Παλαιότερα πρόσεχαν από ποιον το έπαιρναν, ώστε να συνοδευτεί από ευτυχία, ενώ οι ανύπαντρες έπαιρναν το φως από άντρα για να παντρευτούν μέσα στο χρόνο. Το σούβλισμα του πατροπαράδοτου αρνιού και το βάψιμο των κόκκινων αυγών είναι από τα πλέον διαδεδομένα έθιμα. Τα αυγά, το πιο χαρακτηριστικό πρωτόγονο σύμβολο που επιβιώνει μέχρι σήμερα, βάφονται συνήθως κόκκινα (τη Μεγάλη Πέμπτη), χρώμα παγανιστικό και ξορκιστικό. Στα χωριά της Μακεδονίας τα αυγά βάφονται με κόκκινο ξύλο, την μπακάμη. Παλιά το πρώτο αυγό το παράχωναν στα αμπέλια, άλλο αυγό τοποθετούνταν στο εικονοστάσι, ενώ τη βαφή που έμενε την παράχωναν στο χώμα, σαφή αναφορά σε πρωτόγονες δοξασίες. Σε κάποια χωριά της Μακεδονίας, όπως οι Ελευθερές, με την μπογιά σημάδευαν το κεφάλι και την πλάτη των μικρών αρνιών, ενώ στη Μαργαρίτα Έδεσσας πίστευαν ότι, αν μια χρονιά δεν ρίξουν κόκκινα αυγά στο βράχο, η σοδειά τους θα καταστραφεί. Από την ανατολική Θράκη προέρχεται το έθιμο που συναντάμε στο Αμύνταιο, με τα αγιασμένα αυγά να τοποθετούνται δίπλα στο εικόνισμα. Ένα από αυτά μένει όλο το χρόνο κοντά στην εικόνα, ενώ, όταν έχει καταιγίδα, η μητέρα το βγάζει στο μπαλκόνι με την πυροστιά και προσεύχεται για να απομακρυνθούν ο κεραυνός, το χαλάζι, οι πλημμύρες. Τα υπόλοιπα αγιασμένα αυγά θάβονται μετά τη γιορτή της Ζωοδόχου Πηγής στα αμπέλια και στα χωράφια, για να δώσουν καλή σοδειά.
Συμβολικά χρησιμοποιούνταν και το ψωμί, με τη μορφή της λαμπροκουλούρας και του λαμπρόψωμου, τα οποία, όταν μάλιστα ευλογούνται, είναι «μαγικά» και φέρνουν δύναμη στο σπίτι. Συμβολικά και με παγανιστικές καταβολές ήταν και τα διάφορα σχήματα που έφτιαχναν πάνω τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αρχέγονων δεισιδαιμονιών που επιβίωσαν στα χριστιανικά έθιμα ήταν η κουλούρα της Μεγάλης Πέμπτης, η οποία φυλαγόταν στο εικονοστάσι μέχρι την Πρωτομαγιά, οπότε και την έτρωγαν, για να προστατεύονται τα μέλη της οικογένειας από τα μάγια. Επίσης, τη Μεγάλη Πέμπτη κρεμούσαν στο παράθυρο ένα κόκκινο πανί, που συμβολίζει το αίμα του Χριστού. Όσο το πανί ήταν κρεμασμένο στο παράθυρο, οι γυναίκες δεν έπλεναν ούτε άπλωναν ρούχα γιατί το θεωρούσαν κακό σημάδι.
Έντονο συμβολισμό έχουν επίσης τα λαζαράκια (κουλούρια σε σχήμα σαβανωμένου ανθρώπου), τα λαζαρικά, που τα τραγουδούσαν τα παιδιά κρατώντας έναν λάζαρο, αλλά και τα βαγιοχτυπήματα (των Βαΐων) – ελαφρά χτυπήματα με βαγιόκλαδα στις νέες νύφες, για τη δύναμη της γονιμότητας. Τα λουλούδια παίζουν συμβολικό ρόλο και στο στολισμό του Επιταφίου, έθιμο που ανάγεται στην αρχαιότητα και στο νεκρικό στολισμό. Όσο για την περιφορά του ανθοστόλιστου επιταφίου και τη γενικότερη τελετουργική μυσταγωγία, παραπέμπουν σε ανάλογες αρχαίες τελετές, και οι εθιμικές συγγένειες με τις αρχαίες παραδόσεις είναι ακόμη πιο ευδιάκριτες σε πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, όπου οι νοικοκυρές βγάζουν στις πόρτες τη Μεγάλη Παρασκευή φρεσκοφυτεμένα σιτηρά και όσπρια, έθιμο που έχει σαφή αναφορά στους περίφημους κήπους του Άδωνη. Μέσα στις τελετουργίες του Πάσχα, με το έντονο νεκρολατρικό περιεχόμενο αλλά και την αναστάσιμη ελπίδα, ξεχωριστή θέση έχουν τα μοιρολόγια, όπως το συγκλονιστικό «Μοιρολόι της Παναγίας», ένας ανθρωποκεντρικός αφηγηματικός θρήνος.
Η Λαμπρή γιορταζόταν παλιά και μέσω χορών και αγωνισμάτων. Τα λαϊκά αγωνίσματα διεξάγονταν στο ύπαιθρο με τη συμμετοχή όλου του χωριού και περιλάμβαναν ιππασία, με τα άλογα να καβαλικεύονται χωρίς σέλα (σε ορισμένα μέρη το τέρμα ήταν το καφενείο, όπου ο νικητής είχε το δικαίωμα να μπει με το άλογό του), τρέξιμο, με έπαθλο ένα ολόκληρο αρνί (στην Αράχοβα έτρεχαν και οι γέροι), πήδημα με φόρα ή χωρίς, άλμα εις ύψος, πάλεμα, ρίψη πέτρας, άρση βαρών, διελκυστίνδα, αλλά και κούνια για τις γυναίκες (προέρχεται από την αρχαία αιώρα).
Η λατρεία της φύσης υποδηλώνεται μέσα από τα έθιμα της Πρωτομαγιάς, τα οποία είναι ένα κράμα στοιχείων και επιδράσεων που ξεκινούν από τα Ανθεστήρια των αρχαίων Ελλήνων, των Ρωμαίων και των Βυζαντινών. Ανάμεσά τους είναι η μαζική έξοδος στην εξοχή, το μαγιοστέφανο (σε πολλές περιοχές τού βάζουν στη μέση ένα σκόρδο), το μαγιόξυλο (τρυφερός κορμός που στολίζεται με λουλούδια, κορδέλες, φρούτα κ.ά.), τα μαγιόπουλα (παιδιά στολισμένα με λουλούδια, σύμβολο νεκρανάστασης).
Ένα από τα γνωστότερα έθιμα, που τελείται στη Θράκη και στην Ανατολική Μακεδονία, ανήμερα της γιορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης (21/5), είναι τα Αναστενάρια. Παρ’ ότι το έθιμο έχει γίνει αντικείμενο έρευνας και μελέτης Ελλήνων και ξένων ερευνητών, η προέλευσή του είναι αβέβαιη. Γνωστό είναι, πάντως, ότι παλιά τελούνταν στο χωριό Κωστί. Μεταφυτευμένα από τους πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης στη Βόρεια Ελλάδα, τα Αναστενάρια τελούνται από τους αναστενάρηδες στο Λαγκαδά, στη Μελίκη Βερροίας, στη Μαυρολεύκη Δράμας, στην Αγία Ελένη Σερρών. Με ρίζες στην αρχαιότητα αποτελούν συνέχεια λατρευτικών τελετών προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Αυτό προκύπτει από την ομοιότητα των εθίμων που υπήρχαν τότε, αλλά και εξακολουθούν να υφίστανται και τώρα, όπως η θυσία του ταύρου, η χρησιμοποίηση του ιαματικού νερού, των αγιασμάτων, ο χορός, τα όργανα, η φωτιά. Οι αναστενάρηδες, με αρχηγό το αναστενάρικο εικόνισμα του αγίου και ανώτατο ιεράρχη τον αρχιαναστενάρη, κουβαλούν «τις χάρες» (εικόνες των δύο αγίων), οι οποίες τους δίνουν την ικανότητα να βαδίζουν στη φωτιά. Ο χορός τους αρχίζει από τα σπίτια των αρχιαναστενάρηδων, όπου τελείται η αγρυπνία και γενικώς η προετοιμασία των μυστών για την οιστροπληξία. Η προετοιμασία κορυφώνεται στις 21 Μαΐου, παρέχοντας τη δυνατότητα της πυροβασίας, καθώς εξασφαλίζει στους πιστούς την ακαΐα. Στα αναστενάρια, οι οργανοπαίκτες είναι η μεγάλη δύναμη, που οδηγεί τους χορευτές στο ρυθμό και τους συγκλονίζει και τους οιστρηλατεί. Όταν τα όργανα πάρουν θέση γύρω από τη φωτιά και αφού οι αναστενάρηδες καλύψουν τρεις γύρους χορεύοντας γύρω από τη θρεκιά, ξεκινούν την πυροβασία. Ο χορός τους διαρκεί γύρω στις δύο με τρεις ώρες, ώσπου δηλαδή να σβήσουν τη φωτιά.
Λαϊκή μαντική διαδικασία, από τις πλέον τελετουργικές του τόπου μας και με ρίζες στην αρχαιότητα, είναι το έθιμο του κλήδονα (κληδών, στα ομηρικά χρόνια, ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, και κατ’ επέκταση το άκουσμα οιωνισμού ή προφητείας), που συνδέεται με τη γιορτή του Άι-Γιάννη (24/6). Σύμφωνα με αυτό, αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου. Την παραμονή του Άι-Γιάννη, οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονταν σε ένα σπίτι και ανέθεταν σε κάποια από τη συντροφιά να φέρει από το πηγάδι ή την πηγή το «αμίλητο νερό». Το νερό αδειαζόταν σε δοχείο, στο οποίο κάθε κοπέλα έριχνε ένα αντικείμενο, το ριζικάρι. Το δοχείο σκεπαζόταν με κόκκινο ύφασμα, που δενόταν γερά με κορδόνι («κλειδωνόταν») και τοποθετούνταν σε ανοιχτό χώρο όπου παρέμενε όλη τη νύχτα για να «ξαστριστεί». Λεγόταν πως οι κοπέλες τη νύχτα αυτή θα ονειρεύονταν το μελλοντικό τους σύζυγο. Την άλλη μέρα η
«τελετάρχης» ανέσυρε από το δοχείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούσαν στο ριζικό κάθε κοπέλας, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα δίστιχα που προμήνυαν το μέλλον. Με τη λήξη της μαντικής διαδικασίας, η κάθε κοπέλα γέμιζε το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και στεκόταν μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, μέχρι ν’ ακούσει το πρώτο αντρικό όνομα, που πιστευόταν ότι θα είναι το όνομα του μελλοντικού της συζύγου.
Επίσης, την παραμονή της γιορτής του Άι-Γιάννη άναβαν φωτιές στους δρόμους και μπροστά από τα σπίτια και πηδούσαν από πάνω τους, τουλάχιστον τρεις φορές, πιστεύοντας ότι έτσι καθαρίζονταν από κάθε κακό και βάσανο.
Γιορτές και πανηγύρια
Εκτός από τα έθιμα με θρησκευτικές αναφορές, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνα που συνδέθηκαν με αγροτικές και κτηνοτροφικές γιορτές, με αφορμή την παραγωγή κάποιου προϊόντος, τη δοκιμή της σοδειάς ή κάποια κτηνοτροφική διαδικασία – γιορτές που αναπτύχθηκαν ως συνέπεια απαραίτητων και σκληρών διαδικασιών, τις οποίες, για να φέρουν σε πέρας, συγκεντρώνονταν πολλοί μαζί προκειμένου να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο. Στο τέλος της εργασίας ο νοικοκύρης, για να ευχαριστήσει τους «εθελοντές», οργάνωνε τραπέζι και γλέντι. Ο τρύγος αποτελούσε πραγματικό πανηγύρι, που συνεχιζόταν στο πάτημα των σταφυλιών για την παραγωγή κρασιού. Επακόλουθη γιορτή στην Κρήτη και αλλού ήταν το καζάνι για την απόσταξη της τσικουδιάς. Ανάλογες παραγωγικές διαδικασίες (συγκομιδή ελιάς, κερασιών, καρυδιών) γίνονταν αφορμές για γλέντι, το ίδιο και στους κτηνοτρόφους το κούρεμα των προβάτων. Μαζί με τα γλέντια τηρούνταν και τα έθιμα, όπως της Περπερούνας –για την εξασφάλιση της βροχής τον Οκτώβριο, της Τζαμάλας– την περίοδο της σποράς για να έχουν καλοχρονιά, του άτρυγου κλήματος, στη διάρκεια του τρύγου, όπου αποπάνω του πλένονταν με «αμίλητο» νερό.
Μια όαση γιορτής και χαράς μέσα στην ιδιαίτερα κουραστική ζωή των αγροτών, των κτηνοτρόφων και γενικά όλου του λαού ήταν τα πανηγύρια. Λαϊκές εκδηλώσεις μιας διπλής χαράς, τροφοδοτούμενης από θρησκευτική πίστη και ενδοκοσμική αγαλλίαση, τα μεγάλα πανηγύρια συνδέθηκαν με τον εορτασμό κάποιου αγίου. Από τις σπουδαιότερες οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες πολλών περιοχών ήταν τα εμπορικά πανηγύρια και τα ζωοπανηγύρια, όπου οι παραγωγοί πουλούσαν ή αντάλλασσαν τα προϊόντα τους. Συνήθως γίνονταν από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, σε μεγάλες θρησκευτικές γιορτές (Παναγίας, Σωτήρος, Αγίου Γεωργίου, Αγίου Δημητρίου, Άι-Λια κ.ά) και διαρκούσαν οκτώ με δέκα μέρες. Πολλά από αυτά, όπως της Παναγίας, χαρακτηρίζονταν από «ελεύθερα φαγοπότια», ενώ σε αρκετές περιπτώσεις θυσιάζονταν μεγάλα ζώα (βόδια κατεξοχήν), κάποτε μάλιστα και σε μεγάλο αριθμό, δέκα ή δεκαπέντε (π.χ., στην Ίμβρο και στην Κύμη, όπου της Παναγίας τα έβραζαν σε 101 καζάνια!).
Παραδοσιακοί χοροί
Άμεσα συνδεδεμένοι με την ελληνική παραδοσιακή μουσική, στεριανή και νησιώτικη, είναι οι διάφοροι παραδοσιακοί χοροί. Με αρχαίες ρίζες οι περισσότεροι και παραλλαγμένοι από γενιά σε γενιά, συνιστούν μια από τις σημαντικότερες εκφράσεις του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Συντροφεύοντας ποικίλες εκδηλώσεις του λαϊκού βίου, στα βήματά τους συμπυκνώνουν πόθους, χαρές, διωγμούς, λύπες, όνειρα. Οι ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες, στους συρτούς και στους πηδηχτούς, που με τη σειρά τους διακρίνονται σε κυκλικούς και αντικριστούς.
Η καταγωγή των συρτών χορών ανάγεται στους αρχαίους χρόνους. Κυριότερος από αυτούς είναι ο νησιώτικος δίσημος συρτός (2/4), που είναι πιο γρήγορος από τους στεριανούς συρτούς. Εξαιρετικό δείγμα του αποτελεί ο μπάλος (πολίτικος, σμυρναίικος), ο οποίος είναι από τους λίγους λαϊκούς χορούς που εκτελείται κατά ζεύγη. Άλλοι συρτοί είναι ο χανιώτικος (κρητικός), ο συγκαθιστός, ο επτάσημος καλαματιανός (7/8), η τράτα σε ναυτικές περιοχές κ.ά. Από τους πηδηχτούς μεγάλη κατηγορία αποτελούν οι κρητικοί χοροί –δυναμικοί και επιβλητικοί, παραπέμπουν σε πολεμικούς χορούς – όπως ο μαλεβυζιώτικος, ο όρτσας, η σούστα, ο πεντοζάλης. Από τους χορούς της υπόλοιπης Ελλάδας ξεχωρίζουν ο τσάμικος (κλέφτικος), που χαρακτηρίζεται από επιβλητικό ρυθμό (7/8) και παλιά ήταν αποκλειστικά αντρικός χορός, ο χασάπικος (2/4), που ανάγεται στο μακελάρικο χορό των Βυζαντινών κρεοπωλών, κι επίσης οι εννεάσημοι καρσιλαμάδες και τα ζεϊμπέκικα, που συναντάμε κυρίως στη Μικρά Ασία, στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα και ανήκουν στους μη κυκλικούς χορούς. Οι ελληνικοί χοροί είναι κυρίως ομαδικοί, με τον κορυφαίο να σέρνει το χορό και συνοδεύοντάς τον με στροφές, τσακίσματα, λυγίσματα. Σύμφωνα με έρευνες στην Ελλάδα, την περίοδο κυρίως της τουρκοκρατίας, διαμορφώθηκαν πάνω από 500 τοπικοί παραδοσιακοί χοροί, οι περισσότεροι στην Ήπειρο, στη Μακεδονία, στα νησιά και στη Θράκη.
Λαϊκή τέχνη
Η ελληνική λαϊκή τέχνη, που άνθησε κατά το διάστημα 17ος-19ος αιώνας, χαρακτηρίζεται από πολυμορφία και αγκαλιάζει την αρχιτεκτονική και όλους τους κλάδους της χειροτεχνίας (υφαντική, κεντητική, κεραμική, ζωγραφική, ξυλογλυπτική, μεταλλουργική, αργυροχοΐα). Καρπός συλλογικής δημιουργίας και αισθητικής αντίληψης, η ελληνική λαϊκή τέχνη χωρίζεται σε χωρική, αστική και εκκλησιαστική, ανάλογα με τον προορισμό των αντικειμένων, βάσει του οποίου καθορίζονται και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Παράλληλα, μέσα από τις ποικιλόμορφες αποχρώσεις της εκφράζει τις διαφορές και τις ιδιορρυθμίες των διαφόρων περιοχών. Γεωγραφική θέση και κλίμα, οικονομική ανάπτυξη, συνήθειες, παραδόσεις, ξένες επιδράσεις που σε μεγάλο βαθμό αφομοιώθηκαν, όλα αυτά δίνουν στη λαϊκή τέχνη κάθε περιοχής έναν ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα. Η ελληνική λαϊκή τέχνη στο σύνολό της διακρίνεται για την αυστηρότητα της γραμμής, τη συνεχή σχηματοποίηση και την αφηρημένη έκφραση. Στην εξέλιξή της, δε, ασκήθηκε από ειδικευμένους τεχνίτες, οι οποίοι μάλιστα οργανώνονταν σε συντεχνίες.
Μεγάλα κέντρα χειροτεχνίας, που γέννησαν περίφημους τεχνίτες (εικονογράφους, ξυλογλύπτες, ράφτες, υφαντές, χρυσοκεντητές, αργυροχόους, γλύπτες, αγγειοπλάστες) και λαϊκούς αρχιτέκτονες και χτίστες, δημιουργήθηκαν στην Ήπειρο, όπου οι κάτοικοι ορισμένων χωριών ειδικεύονταν σε συγκεκριμένο κλάδο λαϊκής τέχνης: το χωριό Χιονάδες της Κόνιτσας ήταν φημισμένο για τους λαϊκούς ζωγράφους, το Τούρνοβο για τους ξυλογλύπτες, η Πυρσόγιαννη για τους χτίστες, όπως και τα Ζαγόρια, που ονομάστηκαν Μαστοροχώρια, οι Καλαρρύτες για τους αργυροχόους και τους χρυσοκεντητές, το Μέτσοβο για τους χρυσοχόους και τους υφαντές.
Ο Τίρναβος και η Λάρισα ήταν μέρη ονομαστά για την υφαντουργία, τη ραπτική και τη μεταλλουργική, η Θράκη για τα μεταξωτά υφάσματα, η Στεμνίτσα και η Δημητσάνα της Πελοποννήσου για την κατεργασία μετάλλων (κωδωνοποιία, αργυροχρυσοχοΐα), τα νησιά για την υφαντουργία, την κεντητική και τη δαντελοποιία: η Τήνος για τη μαρμαρογλυπτική, η Ρόδος, η Σάμος, η Σίφνος, η Αίγινα και η Κέρκυρα για την αγγειοπλαστική, μια λαϊκή τέχνη που άκμασε γενικά στα Επτάνησα, όπως και η υφαντική και η αργυροχρυσοχοΐα.
Λαϊκή φορεσιά: Είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς εν συντομία τις άπειρες ελληνικές φορεσιές, που παρουσιάζουν εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία και έντονα τοπικό χρώμα. Η λαϊκή φορεσιά αποτελεί σύνολο πολλών κλάδων λαϊκής τέχνης (υφαντικής, κεντητικής, κοσμηματοποιίας, υποδηματοποιίας). Μεγαλύτερος πλούτος και ποικιλία συναντάται στη γυναικεία φορεσιά κι όχι στην αντρική. Τα βασικά της εξαρτήματα είναι το πουκάμισο, το φουστάνι, η ποδιά, οι επενδύτες (ζιπούνι), η ζώνη, τα κεφαλοδέματα. Η αντρική τοπική φορεσιά είναι απλούστερη και χωρίζεται σε δύο κυρίως τύπους: τη φουστανέλα (Στερεά, Πελοπόννησος) και τη βράκα (νησιά). Οι χωρικές φορεσιές φτιάχνονταν από χειροποίητα υφάσματα (χοντρά στις ορεινές περιοχές, λεπτότερα στις πεδινές), ενώ οι νησιώτικες και αστικές φορεσιές από μεταξωτά, βελούδινα, λινομέταξα και άλλα πολυτελή υφάσματα. Έφεραν πλούσια κεντήματα και πολύτιμες επενδύσεις.
Η ενδυμασία, πάντως, διέφερε ανάλογα με τη χρήση (καθημερινή-γιορτινή), τις περιστάσεις (γάμος, πένθος, χηρεία κ.ά.), καθώς και την ηλικία.
Υφαντική: Σπουδαία θέση στη λαϊκή χειροτεχνία κατέχει η υφαντική, που απο καθαρά οικιακή δραστηριότητα εξελίχτηκε στην πορεία σε βιοτεχνική, ασκούμενη από τους ανυφαντάδες. Σχεδόν από καμία χωρική ή αστική εστία δεν έλειπε ο αργαλειός, που από τόπο σε τόπο διέφερε τόσο κατά τον τρόπο σύνθεσης και διάταξης, όσο και στον τρόπο χρήσης για την ύφανση διαφορετικών υφασμάτων.
Στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και Μακεδονία κυριαρχούσε η ύφανση μάλλινων ειδών για την ενδυμασία και το σπίτι (κάπες, σιγκούνια, επενδύτες, φλοκάτες, χράμια κ.ά.). Ξεχωριστή θέση κατείχαν τα μετσοβίτικα επικαλύμματα και μαξιλάρια που διακρίνονταν για την πολύπλοκη τεχνική, με χαρακτηριστικά γεωμετρικά σχέδια, πουλιά, λουλούδια και ζώα. Τα υφάσματα που είναι κεντητά στον αργαλειό είναι τα δυσκολότερα και πιο καλλιτεχνικά δημιουργήματα της υφαντικής τέχνης. Σε όλα τα ελληνικά μέρη συναντάμε μεγάλη ποικιλία υφαντών κεντητών με την παλιά παράδοση και τεχνική. Τα κεντητά των αργαλειών για οικιακή χρήση αποτελούσαν τη «χοντρή στολή του σπιτιού» και ήταν συνδεδεμένα με διάφορα έθιμα. Κέντρα υφαντικής τέχνης εκτός από τη Βόρεια Ελλάδα ήταν η Φθιώτιδα, η Γορτυνία, η Κρήτη, η Κέρκυρα, τα Δωδεκάνησα και, βεβαίως, το Σουφλί της Θράκης με τα μεταξωτά και τα βαμαβακομέταξα.
Κεντητική: Θεωρείται ίσως ο χαρακτηριστικότερος και πλουσιότερος κλάδος της ελληνικής χειροτεχνίας. Τα ελληνικά κεντήματα έχουν εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία στην τεχνική και στα σχέδια. Στα άπειρα πολύμορφα σχέδια και χρώματά τους αντικατροπτίζονται οι ιδιαιτερότητες των περιοχών και του τρόπου ζωής. Ως προς τον τρόπο τεχνικής, τα κεντήματα χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τα ξομπλιαστά ή μετρητά (τα σχέδια γίνονται με το μέτρημα κλωστών, χωρίς να είναι προσχεδιασμένα στο ύφασμα) και τα γραφτά (τα θέματα είναι ελεύθερα σχεδιασμένα στο ύφασμα), στα οποία η εκτέλεση με τις διάφορες ριζοβελονιές επιτρέπει πιο ελεύθερες νατουραλιστικές απεικονίσεις. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα κεντήματα χωρίζονται σε κοσμικά και εκκλησιαστικά. Στα κοσμικά περιλαμβάνονται τα λευκά και πολύχρωμα κεντήματα για το στολισμό του σπιτιού (κουρτίνες, σεντόνια, μεσάλια κ.α.) και την ενδυμασία (κυρίως στους γύρους πουκαμισών, στις τραχηλιές, στα μανίκια και στους κεφαλόδεσμους). Τα κεντήματα ενδυμασίας της ηπειρωτικής Ελλάδας απεικονίζουν κυρίως γεωμετρικά σχήματα, ήλιους, δέντρα, κλαδιά και λουλούδια, και είναι αυστηρά σχηματοποιημένα και τοποθετημένα οριζόντια, κατακόρυφα ή διαγώνια. Στα νησιώτικα κεντήματα, αλλά και στης Ηπείρου και της Μικράς Ασίας, η θεματολογία εστιάζεται κυρίως σε ζωόμορφες αναπαραστάσεις, άντρες, γυναίκες, σειρήνες, φανταστικά θηρία, ερπετά, καράβια, πτηνά και άλλα.
Τα κεντητά υφάσματα για οικιακή χρήση και στολισμό είναι στενά συνδεδεμένα με το γενικό διάκοσμο και καθορίζονται από τον τύπο του σπιτιού. Διακρίνονται από την πολυχρωμία, ενώ συχνά γίνεται ανάμειξη χρυσών και αργυρών νημάτων. Υπέροχα δείγματα κεντητικής με μεγάλο θεματικό και χρωματικό πλούτο αποτελούν τα σεντόνια, οι κρεβατόγυροι, τα μαξιλάρια και οι κουρτίνες. Στα νησιά κυρίως, όπου υπήρξαν επιδράσεις της δυτικής τέχνης, άνθησε και η δαντελοπλεκτική και η λευκοκεντητική. Η εκκλησιαστική κεντητική –ουσιαστικά χρυσοκεντητική– χαρακτηρίζεται από την έντονη σχηματοποίηση των παραστάσεων και περιλαμβάνει τα κάθε είδους άμφια και εκκλησιαστικά υφάσματα. Η υφαντική και η κεντητική, τέχνες που ασκούνταν κατεξοχήν από γυναίκες στο σπίτι, αντικατοπτρίζουν το πλήθος τοπικών αισθητικών αποχρώσεων και εκφράζουν αμεσότερα το πνεύμα και τις συνθήκες του κάθε τόπου.
Ξυλουργική-ξυλογλυπτική: Παρ’ ότι, όπως και οι άλλες κατηγορίες της λαϊκής τέχνης χωρίζεται σε εκκλησιαστική και κοσμική, τα σπουδαιότερα δημιουργήματά της είναι τα ξύλινα τέμπλα των εκκλησιών. Πρόκειται για εξαιρετικές δημιουργίες στις οποίες έχει αποτυπωθεί η θαυμαστή ικανότητα των κατασκευαστών τους, των ταγιαδόρων, η δεξιοτεχνία, ο πλούτος της σύνθεσης και η λεπτότητα εκτέλεσης. Σε πολλά τέμπλα υπήρχαν αναγραμμένα –σε κάποια υπάρχουν ακόμα– τα ονόματα φημισμένων ξυλογλυπτών, που μαζί με τους μαθητές τους εργάζονταν σε διάφορες πόλεις των Βαλκανίων. Στην εκκλησιαστική ξυλογλυπτική περιλαμβάνονται επίσης οι άμβωνες, οι δεσποτικοί θρόνοι, τα εικονοστάσια, τα μανουάλια, τα διάφορα εκκλησιαστικά έπιπλα και τα σκεύη με ανάγλυφη διακόσμηση. Οι ξυλογλύπτες, όπως και άλλοι τεχνίτες, ακολουθούσαν τους χτιστάδες. Οι περισσότεροι ήταν Ηπειρώτες από τα Τζουμέρκα, τα χωριά της Κόνιτσας, το Μέτσοβο, τον Τούρναβο Γράμμου. Ονομαστοί επίσης ήταν οι Τηνιακοί ξυλογλύπτες, οι Σκυριανοί, οι Κρητικοί και οι Επτανήσιοι.
Η αστική ξυλογλυπτική έχει να επιδείξει λίγα κομμάτια κινητού εξοπλισμού: ξυλόγλυπτες κασέλες (στην Πελοπόννησο και στη Θήρα οι καλύτερες ονομάζονταν γαμπρικές), σεντούκια για τη φύλαξη ρουχισμού, καρέκλες, σκαμνάκια κ.ά. Οι καρέκλες της Κρήτης και τα σκαμνάκια της Σκύρου με τα ιδιότυπα σχήματα και τα ποικίλα διακοσμητικά θέματα είναι από τα πιο χαρακτηριστικά υποδείγματα λαϊκής τέχνης. Στα αρχοντικά της Βόρειας Ελλάδας και ορισμένων νησιών είναι επίσης εντυπωσιακός ο εντοιχισμένος ξύλινος εξοπλισμός: οροφές, ντουλάπια χωνευτά στους τοίχους, ράφια, μουσάντρες, μιντέρια κ.ά. Η χωρική, κυρίως ποιμενική ξυλογλυπτική είχε πρωτίστως χρηστικό χαρακτήρα. Ασκούνταν από τους ίδιους τους χωρικούς, τα έργα των οποίων υπηρετούσαν τις καθημερινές τους ανάγκες στην προσωπική τους ζωή και στη δουλειά. Έργα της ξυλογλυπτικής αυτής ήταν τα ξύλινα κανάτια, οι καρδάρες για το γιαούρτι, οι πινακωτές για τα ψωμιά, οι βούρτσες για το βούτυρο, οι τσίτσες και οι βουτσέλες για το νερό και το κρασί. Επίσης, σκαφίδια, γουδιά, σφραγίδες, κούπες, κουτάλια, αδράχτια, ρόκες, γκλίτσες, αργαλειοί, με ιδιόρρυθμο και πλούσιο σκαλιστό διάκοσμο και μεγάλη ποικιλία σχημάτων και θεμάτων.
Λαϊκή ζωγραφική: Έχει να παρουσιάσει εξαιρετικά δείγματα τόσο ως κοσμική όσο και ως εκκλησιαστική. Τα ζωγραφικά θέματα αντλούνται κυρίως από το φυσικό και ζωικό κόσμο. Λουλούδια, κλωνάρια, καρποί, καράβια, λιμάνια, κάστρα είναι μερικές μόνο από τις ζωγραφικές συνθέσεις και παραστάσεις, είτε πάνω σε ξύλο είτε στις τοιχογραφίες. Η τέχνη αυτή άνθησε στην Ήπειρο, κυρίως στο χωριό Χιονάδες, όπως και στο Πήλιο, μια περιοχή όπου συναντάμε γόνιμες επιδράσεις του εξωτερικού και πολιτισμικές επιμειξίες. Η πηλιορείτικη κοσμική λαϊκή ζωγραφική, επηρεασμένη από τη Δύση και με τη στήριξη των εύπορων αστών, στρέφεται σε απεικονίσεις μακρινών πόλεων (Βενετία, Κωνσταντινούπολη, Βιέννη) και απόμακρων μοναστηριών, λιονταριών, γοργόνων κ.ά. Παράλληλα, η γνωστή από τις βυζαντινές εικόνες τεχνοτροπία του αυγού κοσμεί με πλείστες ζωγραφικές παραστάσεις ξυλόγλυπτες κασέλες και άλλα αντικείμενα και, βεβαίως, το εσωτερικό πλούσιων κατοικιών στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία, στα Δωδεκάνησα και στη Σάμο.
Αλλά και η συντηρητική από το ρόλο της εκκλησιαστική ζωγραφική αυτή την περίοδο αναζητά νέες πηγές έμπνευσης και θέματα. Η ρεαλιστική και νατουραλιστική διάθεση που παρατηρείται στους δημιουργούς εμπλουτίζει την εκκλησιαστική ζωγραφική με αλληγορικές παραστάσεις και δραματικές λεπτομέρειες των θρησκευτικών θεμάτων.
Κεραμική: Αναπτύχθηκε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και τα προϊόντα της χρησίμευαν τόσο για τις καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων όσο και για το στολισμό των σπιτιών, ενώ συνδέθηκε άμεσα με τη λαϊκή οικοδομή. Πριν γίνει μικροβιοτεχνία, η αγγειοπλαστική ήταν αποκλειστικά γυναικεία ενασχόληση, εξυπηρετώντας τις ανάγκες της οικογένειας. Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε στην ανατολική Ελλάδα και στα νησιά, λόγω της επικοινωνίας και των αλληλεπιδράσεων με τη Μικρά Ασία, που είχε ανάλογη μακραίωνη παράδοση. Ονομαστά αγγειοπλαστικά υπήρχαν στη Σίφνο –οι Σιφνιοί κανατάδες δημιούργησαν αργότερα το μεγαλύτερο κέντρο κεραμικής στο Μαρούσι–, στη Σκόπελο, στη Σκύρο, στη Μυτιλήνη, στη Χίο, στη Σάμο, στην Κρήτη, στην Αίγινα, στην Κέρκυρα, στη Ζάκυνθο, στην Εύβοια και στα Δωδεκάνησα, με πιο ξακουστά τα αγγεία της Ρόδου. Οι φόρμες των κεραμικών σκευών διακρίνονται από μεγάλη ποικιλία: πιθάρια, κανάτια, τσουκάλια, πιάτα, λαγήνια, καντήλες κ.ά. Σε πολλές περιοχές έφεραν ζωγραφικό διάκοσμο με παραστάσεις απλοϊκές ή πιο σύνθετες.
Τα επιτραπέζια ή χρηστικά σκεύη κατασκευάζονταν από τερακότα ή φαγεντιανή, με την επιφάνειά τους γυμνή, εφυαλωμένη ή χρωματισμένη.
Μεταλλουργική: Τα αγγειοπλαστικά δοχεία οικιακής χρήσης συχνά αντικαθίσταντο από μεταλλικά σκεύη. Τα χάλκινα, ορειχάλκινα και κασσιτέρινα αντικείμενα κατασκευάζονταν από ειδικούς τεχνίτες, τους λεγόμενους καζαντζήδες, μπακιρτζήδες, μπρουντζάδες, χαλκωματάδες και τα λοιπά, Οι μεταλλουργοί, ανάλογα με την ειδίκευσή τους ονομάζονταν καμπαναρτζήδες, γανωτζήδες, τουφεκτσήδες, κουδουνάδες, μαχαιράδες, καρφιάδες κ.ά. Είχαν μόνιμα εργαστήρια σε πολλές πόλεις, κυρίως στα Γιάννενα, στην Άρτα, στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα, στο Τίρναβο, στη Στεμνίτσα, στη Δημητσάνα, στην Τρίπολη, στη Χίο και στην Κρήτη. Τα μεταλλικά σκεύη ήταν σφυρηλατημένα ή χυτά, και ο διάκοσμός τους συνήθως χαρακτός και σπανιότερα ανάγλυφος ή τρυπητός, θυμίζοντας βυζαντινά και ανατολικά πρότυπα: ρόδια, κυπαρίσσια, κλωνάρια, λουλούδια, σε συνδυασμό με γεωμετρικά σχέδια, εκκλησίες, παραστάσεις αγίων, δικέφαλους αετούς κ.λπ. Από χαλκό φτιάχνονταν ταψιά, γαβάθες, μπρίκια, κακκάβια, μαστραπάδες, καζάνια, λυχνάρια, θυμιατά και κουδούνια, από σίδερο τσάπες, τσουγκράνες και άλλα γεωργικά εργαλεία, κλειδαριές και καντάρια, από ατσάλι τα μαχαίρια.
Αργυροχρυσοχοΐα: Η τέχνη της επεξεργασίας του ασημιού και του χρυσού, η αργυροχοΐα και χρυσοχοΐα, αντίστοιχα, που άνθησε στους βυζαντινούς χρόνους, γνώρισε νέα ακμή κατά; το 17ο και 18ο αιώνα. Οι χρυσικοί, οι ασημιτζήδες και οι κοαμτζήδες δεν έλειπαν από καμία περιφέρεια και από κανένα μεγάλο χωριό. Ξακουστό κέντρο ήταν τα Καλάρρυτα Ηπείρου, όπου οι χρυσοχόοι τους δημιούργησαν σπουδαία εκκλησιαστικά και κοσμικά αντικείμενα, ασκώντας μεγάλη επίδραση στους μεταγενέστερους τεχνίτες διαφόρων περιοχών. Επίσης ονομαστά εργαστήρια αργυροχοΐας δημιουργήθηκαν στη Στεμνίτσα Αρκαδίας, σε όλη την περιφέρεια Πίνδου-Μακεδονίας (Συράκο, Μέτσοβο, Κόνιτσα, Κοζάνη, Σέρρες), στη Λάρισα, στη Κέρκυρα, στη Ζάκυνθο και στην Κρήτη. Η κοσμική αργυροχοΐα περιλαμβάνει κοσμήματα –εξαρτήματα της ενδυμασίας τόσο της γυναικείας, περιλαίμια, σκουλαρίκια, βραχιόλια, πόρπες, ζώνες, όσο και της αντρικής, όπλα, ταμπακέρες, παλάσκες κ.ά.– και οικιακά σκεύη (ασημένιοι δίσκοι, τάσια κ.ά.). Εξαιρετικής τεχνικής είναι τα έργα της εκκλησιαστικής αργυροχρυσοχοΐας, όπως οι σταυροί, τα εγκόλπια, οι δίσκοι, τα δισκοπότηρα, τα καλύμματα ευαγγελίων και οι λειψανοθήκες.
Τα Αναστενάρια: ένα έθιμο που τελείται στη Θράκη και στην Ανατολική Μακεδονία.
Χαρακτηριστικά δείγματα λαϊκής χρυσοκεντικής.
O αγιασμός των νερών με το σταυρό που ρίχνεται στη θάλασσα (στιγμιότυπο από τη Ναύπακτο).
Dictionary of Greek. 2013.